-
1 продажа
продажа ж η πώληση, η πούληση' \продажа в кредит η πώληση με πίστωση* * *жη πώληση, η πούλησηпрода́жа в креди́т — η πώληση με πίστωση
-
2 продажа
-и θ.πώληση•оптовая продажа χοντρική πώληση•
розничная продажа λιανική πώληση•
акт купли-продажи πράξη αγοραπωλησίας.
|| εμπόριο•в -у поступило много товаров στο εμπόριο ήρθαν πολλά εμπορεύματα•
пустить в -у βγάζω στο εμπόριο.
-
3 продажа
[πραντάζα] ουσ. θ. πώληση -
4 продажа
[πραντάζα] ουσ θ πώληση -
5 рассрочка
эк. οι δόσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассрочка
-
6 ручной
ручн||ойприл1. τοῦ χεριοῦ, τής χειρός:\ручнойые часы τό ρολόι τοῦ χεριοῦ· \ручнойо́е полотенце ἡ πετσέτα γιά τά χέρια·2. (производимый руками) χειροποίητος:\ручнойа́я работа τό χειροτέχνημα, χειροποίητη ἐργασία· \ручнойа́я вышивка τό κέντημα, τό πλουμίδν3. (приводимый β действие руками) χειροκίνητος:\ручнойа́я мельница ὁ χειρόμυλος, ὁ χερόμυλος· \ручнойа́я швейная машина ἡ χειροκίνητη ραπτομηχανή, ἡ ραπτομηχανή τοῦ χεριοῦ-\ручнойая тележка τό χειραμάξι[ον], τό καρ-ροτσάκι· \ручнойа́я граната воен. ἡ χειροβομ-βίδα [-ίς]· \ручной тормоз τό χερόφρενο·4. (о багаже):\ручнойа́я кладь οἱ ἀποσκευές, οἱ μικροαποσκευές· \ручнойа́я корзина τό ζεμπίλι, τό καλάδι·5. (прирученный) ἐξημερωμένος, δαμασμένος, ήμερος:\ручной медведь ἡ ἐξημερωμένη ἀρκοῦδα· ◊ \ручнойа́я продажа а) (на улице) ἡ πώληση στό δρόμο, б) (в аптеке) ἡ πώληση χωρίς συνταγή· \ручнойые кандалы οἱ χειροπέδες. -
7 ручной
επ.1. του χεριού•-ые часы ωρολόγι του χεριού•
-ые пальцы τα δάχτυλα του χεριού•
-ые кандалы οι χειροπέδες•
-ые мышцы μυώνες των χεριών.
2. χειροκίνητος•-ая телега χειράμαξα•
-ая швейная машина ραφτο-μηχανή του χεριού•
ручной тормоз το χειρόφρενο•
-ая мельница ο χερόμυλος.
3. χειροποίητος--ая работа χειροποίητη εργασία, δουλειά του χεριού•-ая вышивка κέντημα του χεριού.
4. υποχείριος, εξημερωμένος (για ζώα).εκφρ.- ая продажа – α) πώληση φαρμάκων χωρίς συνταγή, β) πώληση πραγμάτων στο χέρι. -
8 наличные
τοις μετρητοίςτα μετρητάплатеж - ми по получении товара πληρωμή - με την παραλαβή των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наличные
-
9 розница
розни||цаж:продажа в \розницацу ἡ λιανική πώληση. -
10 гуртовой
επ.κοπαδιάρικος, ποιμενικός•-ая собака τσομπανόσκυλο.
|| (συνήθως για ζώα) χοντρικός•-ая продажа χοντρική πώληση.
|| μτφ. παλ. μαζικός. -
11 мелочный
επ.1. μικρός•-ая торговля μικρεμπόριο•
-ые расходы μικροέξοδα•
-ые подробности μικρολεπτομέρειες•
-ые интересы μικροσυμφέροντα.
2. μικροπρεπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, τιποτένιος•мелочный человек μικροπρεπής άνθρωπος•
-ые придирки μικροπροφάσεις.
|| ασήμαντος, αναξιόλογος•-ая новость ασήμαντο νέο.
3. -ой παλ. λιανικός•-ая лавка ψιλικατζίδικο•
мелочный лавочник ή торговец ψιλικατζής•
-ая лавочница η ψιλικατζού•
товар τα ψιλικά•
-ая продажа λιανική πώληση.
-
12 партионный
επ.1. παλ. της ομάδας• του τμήματος.2. της παρτίδας, κατά παρτίδα•-ая продажа товаров η κατά παρτίδα πώληση εμπορευμάτων.
-
13 поштучный
επ.εκτελούμενος με το κομμάτι•-ая оплата πληρωμή με το κομμάτι•
-ая продажа, πώληση με το κομμάτι.
-
14 распивочный
επ.παλ. πόση επί τόπου•-ая продажа вина πώληση και πόση κρασιού επι τόπου.
|| ουσ. -ая παλ. ποτοπωλείο. -
15 розничный
επ.λιανικός•-ые цены τιμές λιανικής πώλησης•
-ая продажа λιανική πώληση•
-ые товары εμπορεύματα λιανικής πώλησης.